- απονέκρωση
- [-ις (-εως)] η1) омертвение; парализация; отмирание (тж. перен. ); 2) мед. анестезирование; 3) перен. парализация, замирание; застой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απονέκρωση — η (Α ἀπονέκρωσις) πλήρης νέκρωση νεοελλ. 1. (για μέλη του σώματος) αναισθησία 2. ο μαρασμός … Dictionary of Greek
απονέκρωση — η θανάτωση, μαρασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπονεκρώσῃ — ἀπονεκρώσηι , ἀπονέκρωσις benumbing fem dat sg (epic) ἀπονεκρόω destroy aor subj mid 2nd sg ἀπονεκρόω destroy aor subj act 3rd sg ἀπονεκρόω destroy fut ind mid 2nd sg ἀ̱πονεκρώσῃ , ἀπονεκρόω destroy futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… … Dictionary of Greek
νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
απονεκρωτικός, -ή — ό ο κατάλληλος για απονέκρωση: Απονεκρωτικό για την κίνηση στην πόλη ήταν το αποτέλεσμα της χθεσινής απεργίας των εργαζόμενων στα μέσα συγκοινωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)